-
1 школа
школ||аж в разн. знач. ἡ σχολή, τό σχολειό, τό σχολεῖο[ν]:начальная \школа τό δημοτικό σχολείο· неполная средняя \школа τό ἐπτατάξιο σχολείο· средняя \школа τό γυμνάσιο[ν]· вечерняя \школа ἡ νυκτερινή σχολή· общеобразовательная \школа с техническим уклоном τό πρακτικόν λύκειον специальная \школа ἡ είδική σχολή· высшая \школа ἡ ἀνωτάτη σχολή· юридическая \школа ἡ νομική σχολή· директор \школа-ы ὁ σχολάρχης, ὁ διευθυντής σχολής (или σχολείου)· ходить в \школау πηγαίνω στό σχολείο· учиться в \школае σπουδάζω· отдать кого́-л. в \школау στέλνω στό σχολείο· окончить \школау τελειώνω τό σχολείο, ἀποφοιτώ σχολή· пройти́ хорошую \школау перен περνώ καλή. σχολή· создать свою \школау δημιουργώ δική μου σχολή. -
2 юридический
юридический νομικός; \юридический факультет η νομική σχολή* * *юриди́ческий факульте́т — η νομική σχολή
-
3 факультет
-а α.σχολή (ανώτατου εκπαιδευτικού ιδρύματος)•биологический факультет βιολογική σχολή•
химический факультет σχολή χημείας•
юридический факультет νομική σχολή.
-
4 факультет
факультетм ἡ σχολή (τοῦ πανεπιστημίου):биологический \факультет ἡ βιολογική σχολή· юридический \факультет ἡ νομική σχολή. -
5 юридичеекий
юриди́чеек||ийприл νομικός:\юридичеекий факультет ἡ νομική σχολή· \юридичеекийая консультация τό γραφείο νομικών συμβουλών. -
6 правовой
επ.νομικός, του δικαίου•правовой институт ινστιτούτο νομικής (νομική σχολή).
-
7 факультет
η (ανωτάτη) σχολή, биологический - βιολογική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > факультет
-
8 юридический
επ.νομικός•-ая наука η νομική επιστήμη•
юридический факультет ηνομική σχολή-- мир ο νομικός κόσμος, οι νομικοί.
См. также в других словарях:
Ελλάδα - Δίκαιο (Αρχαιότητα και Βυζάντιο) — ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΔΙΚΑΙΟ Το ελληνικό δίκαιο συνδέεται με την εξέλιξη και την ακμή της πόλης στην αρχαιότητα. Οι πολιτειακές μεταβολές και κυρίως η γένεση, η άνθηση και η πορεία της δημοκρατίας στο χρόνο ορίζουν την έννοια, το εύρος, το περιεχόμενο και τα … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Δωρόθεος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Αργείος χαλκοπλάστης (5ος αι. π.Χ.). 2. Ολύνθιος γλύπτης (1ος αι. π.Χ.). Ήταν γιος του Ηγήσανδρου. Αναφέρεται ως ο δημιουργός αγάλματος του Πομπήιου, την κατασκευή του οποίου του ανέθεσαν το 62 π.Χ. οι Μυτιληναίοι,… … Dictionary of Greek
διονύσιος — I Ονομασία ενός μήνα σε πολλές αρχαίες ελληνικές πόλεις. Στη Λοκρίδα αντιστοιχούσε προς τον αττικό Ποσειδεώνα (Δεκέμβριο) και στην Αιτωλία προς τον Μουνυχιώνα (Απρίλιο). II Όνομα τυράννων των Συρακουσών. 1. Δ. Α’ ο πρεσβύτερος (432 – 367 π.Χ.).… … Dictionary of Greek
πανεπιστήμιο — Σύνολο σχολών και ανώτερων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, με σκοπό την καλλιέργεια και παροχή επιστημονικής γνώσης. Ιστορία. Μπορεί να υπήρχαν σχολές για ανώτερη μόρφωση και στην κλασική εποχή στην Ελλάδα και στη Ρώμη, δεν είχαν όμως οργάνωση με μόνιμο … Dictionary of Greek
Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… … Dictionary of Greek
Αναστασιάδης, Ηλίας — (Λέζι Ιθώμης 1879 – Αθήνα 1949). Νομικός. Έπειτα από σπουδές στην Ελλάδα και στην Ιταλία ειδικεύτηκε στο δίκαιο των οικονομικών συναλλαγών. Υφηγητής του εμπορικού δικαίου στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το 1908, ανέλαβε παράλληλα τη… … Dictionary of Greek
Ανδρεάδης, Ανδρέας — (Κέρκυρα 1876 – Αθήνα 1935).Οικονομολόγος. Καθηγητής της δημόσιας οικονομίας στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών (1906 34), μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από το 1926, αντεπιστέλλον μέλος του Institut de France, της αγγλικής Royal Economic… … Dictionary of Greek
Δεσποτόπουλος, Κωνσταντίνος — (Σμύρνη 1913 –).Νομικός, πανεπιστημιακός και ακαδημαϊκός.Είναι δίδυμος αδελφός του Αλέξανδρου Δεσποτόπουλου (βλ. λ.). Σπούδασε στη νομική σχολή του πανεπιστημίου Αθηνών, της οποίας αναγορεύτηκε διδάκτορας το 1939. Έλαβε ενεργό μέρος στην Εθνική… … Dictionary of Greek
Κουμάντος, Γεώργιος — (Αθήνα 1925 –). Νομικός και πανεπιστημιακός. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και συνέχισε με μεταπτυχιακές σπουδές στο πανεπιστήμιο του Αμβούργου, όπου και αναγορεύθηκε διδάκτορας. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής (1941 44)… … Dictionary of Greek
Βαρθολομαίος — I (εβρ. Βαρ θολόμ, δηλαδή γιος του Θολομαίου). Ένας από τους δώδεκα αποστόλους, ίσως το ίδιο πρόσωπο με τον Ναθαναήλ και ένας από τους πρώτους μαθητές του Χριστού. Η Καινή Διαθήκη δεν αναφέρει τίποτα για την αποστολική δράση του Β. Κατά τον… … Dictionary of Greek